Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012




   Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ 
          ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
                                                                                                                                                  
                                                                 Ελευθέριος  Διαμαντάρας
                                                
Ένας οβολός                                  ή     0,72     Γραμ. Αργύρου
Μία Δραχμή = 6 οβελοί                ή     4,37                                   
Δίδραχμο ή Στατήρας                  ή     8,75                                    
Τετράδραχμο 4  Δραχμές              ή   17,50                                
Δεκάδραχμο 10  Δραχμές             ή    43,75                                
1 χρυσός στατήρας / Δαρεικός
        27, 5 Αττικές Δραχμές            ή  120,175                                  
100  Δραχμές = Μία Μνα                ή  437,50                                
  60 Μνες = Ένα Τάλαντο               
       ή  6.000 Δραχμές                     ή  26 Κιλά και 250       

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΙΣΜΟΣ


Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Αυγουστίνος υπήρξε μία χαρισματική και έντονη προσωπικότητα, η οποία επηρέασε όχι μόνο την εποχή του, αλλά την εξέλιξη της θρησκείας, της θεολογίας, την οργάνωση και το δόγμα της εκκλησίας. Επίσης την σύζευξη της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας με την νέα θρησκεία, καθώς και την Παπική θεοκρατία, το αλάθητο του Πάπα και την οργανωτική δομή του Βατικανού και σαν λαϊκού κράτους.

Η πολυποίκιλη συνεισφορά του σε τόσους τομείς και με τόσο πάθος, φυσικό ήταν να δημιουργήσει έναν θρύλο γύρω από το πρόσωπό του, τη ζωή του και το έργο του, με αποτέλεσμα να αποκαλέσουν οι συμπαθούντες και μη, τον όλο θρύλο Αυγουστινισμό, όρος που μέχρι σήμερα είναι σε χρήση από τους θεολόγους και τους ερευνητές του έργου του.

Αυγουστινισμός, είναι η κυρίαρχη τάση της Δυτικής Μεσαιωνικής φιλοσοφίας, η οποία ακολούθησε την σκέψη του Αυγουστίνου από τον 5ο αιώνα και μετέπειτα. Τα κύρια χαρακτηριστικά του Αυγουστινισμού είναι η ανθρωπολογική επικέντρωση του στοχασμού με έμφαση στον ψυχολογισμό, ήτοι η ουσιοκτρατική ροπή της μεταφυσικής και η άμεση επίδραση της φιλοσοφίας του Νεοπλατωνισμού, με έντονα εσωστρεφή και μυστικιστικά τα στοιχεία που τον συνθέτουν.

Το βασικό διπολικό θέμα του Αυγουστινισμού, ήταν και παραμένει ο Θεός και η Ψυχή, αντίθετα από τον Θωμισμό, ο οποίος εκπήγασε από τον  μεγάλο χριστιανό στοχαστή Θωμά Ακινάτη 1225 - 1274, ο οποίος βασίζεται στον Θεό και στον Κόσμο, τον οποίον θα εξετάσουμε στην συνέχεια.
Οι κύριες διαφορές μεταξύ του Αυγουστινισμού και του Θωμισμού έγκεινται στην βασική κατεύθυνση και πορεία τους. Ο Αυγουστινισμός έχει ανθρωποκεντρική, ενώ ο Θωμισμός κοσμοκεντρική. Οι φιλοσοφικές επιρροές τους ήσαν, του μεν Αυγουστινισμού - Πλατωνικές, του δε Θωμισμού - Αριστοτελικές. Στις δε θεολογικές προεκτάσεις τους, ο μυστικισμός και ο ψυχολογισμός είναι του Αυγουστινισμού, ενώ ο ορθολογισμός και ο δογματισμός, του Θωμισμού.

Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του Αυγουστινισμού, ήταν ο Άνσελμος Κανταβρυγίας - Canterburry, Κομητεία της Αγγλίας 1033 - 1109 και ο Μποναβεντούρα 1221 - 1274. Στην αντίθετη πλευρά του Αυγουστινισμού, υπήρξε αρχικά ο Θωμισμός και αργότερα ο Νομιναλισμός. Πρέπει να σημειωθεί ότι η πλειονότητα των Νομιναλιστών, προερχόταν από τις εκκλησιαστικές τάξεις του  Αυγουστινισμού με έντονη ροπή προς τον Πλατωνισμό.

Μέχρι τον 13ο αιώνα στην Δυτική Μεσαιωνική φιλοσοφία επικρατούσε ο Αυγουστινισμός, ο οποίος αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Θωμισμό και υπερισχύει μέχρι των ημερών μας στην Ρωμαιοκαθολική σκέψη.

Σε μία βαθύτερη ανάλυση παρατηρούμε ότι, μέχρι σήμερα υπάρχει μία αόρατη διαχωριστική πνευματική γραμμή μεταξύ των Πλατωνικών θέσεων του Αυγουστινισμού και των Αριστοτελικών του Θωμισμού. Αυτό  συμβαίνει διότι ο Αυγουστίνος και ο Ακινάτης, ενέπλεξαν τους δύο γίγαντες της φιλοσοφίας με τις  θρησκευτικές θέσεις που εκφράζουν a priori - εκ προοιμίου.

Ο Αυγουστινισμός είχε σοβαρή επιρροή στα Αναγεννησιακά φιλοσοφικά και πνευματικά ρεύματα και κινήματα διαμαρτυρίας, ενώ ο επίσημος Ρωμαιοκαθολικισμός και η δομή του, που εκφράζεται από τον Πάπα και το Βατικανό, στηρίζεται τους τελευταίους δύο αιώνες στον Θωμισμό, διότι έχει ανακηρύξει από τον 19ο αιώνα τις θεωρίες και την σκέψη του Ακινάτη σαν τη μόνη «αυθεντική χριστιανική φιλοσοφία» την οποίαν είναι υποχρεωμένοι να τηρούν και να ακολουθούν οι επίσκοποι, οι ιερείς και όλος ο παγκόσμιος Καθολικός χριστιανικός μηχανισμός.

ΠΡΟΚΛΟΣ

Γεννήθηκε περί το 410 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 485. Η καταγωγή του ήταν αριστοκρατική από την πόλη Ξάνθο της Λυκίας της Μ. Ασίας, ο πατέρας του Πατρίκιος ήταν σημαντικός νομικός,  Έτυχε σπουδαίας μόρφωσης, διότι ο πατέρας του τον προόριζε για διάδοχό του. Οι γονείς του όμως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη και επέστρεψαν στην Ξάνθο, όταν ανέλαβε την εξουσία η φανατική χριστιανή και διώκτης των Ελλήνων Πουλχερία, ως μεγαλύτερη αδελφή του ανήλικου τότε αυτοκράτορα, επίσης φανατικού Θεοδόσιου  Β΄ του Μικρού.
Ο Νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος, θεωρείται ένας από τους τέσσερεις μεγαλύτερους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους μαζί με τον Πλωτίνο, τον Πορφύριο και τον Ιάμβλιχο, υπήρξε δε ένας από  τους τελευταίους Σχολάρχες της Ακαδήμειας των Αθηνών. Ο σύγχρονος ερευνητής Dodds τον κατατάσσει στην δεύτερη θέση μετά τον Πλωτίνο. Ήταν μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 5ου αιώνα μ.Χ., υπήρξε πολυγραφότατος φιλόσοφος και δραστήριος θεουργός του Νεοπλατωνισμού.
Στην Ξάνθο πήρε τα πρώτα του μαθήματα, αργότερα σπούδασε αρχικά ρητορική και νομικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι σχολές είχαν αναδιοργανωθεί από την Αθηναία σύζυγο του Θεοδόσιου του Β΄ Ευδοκία, κόρη του Αθηναίου σοφιστή Λεόντιου, η οποία είχε Ελληνική παιδεία και επέτρεψε την λειτουργία αναβαθμισμένης φιλοσοφικής σχολής. Όπως όμως αναφέρει ο Μαρίνος, η θεά Αθηνά τον προέτρεψε να παρακολουθήσει τα μαθήματα των Αθηναϊκών σχολών. Εγκατέλειψε τότε την νομική και πήγε στην Αλεξάνδρεια να σπουδάσει φιλοσοφία με τον Ολυμπιόδωρο και μαθηματικά με τον Ήρωνα. Αργότερα ήλθε σε ρήξη με τον πρώτο, διότι δεν ερμήνευε ορθά τον Αριστοτέλη, τον εγκατέλειψε και πήγε στην Αθήνα σε ηλικία δέκα εννέα ετών.
Τα περισσότερα στοιχεία για την ζωή, το έργο και την προσωπικότητα του Πρόκλου, τα αντλούμε από την βιογραφία του που συνέγραψε ο μαθητής του Μαρίνος, επίσης από το έργο του, καθώς και από άλλες πηγές των συνοδοιπόρων του και των αντιπάλων του. Η βιογραφία του, ανήκει στο είδος που οι μελετητές αποκάλεσαν «παγανιστική αγιογραφία». Σε αυτό το είδος εντάσσονται οι «Βίοι Σοφιστών» του Ευνάπιου, ο «Βίος του Πυθαγόρα» που γράφτηκε από δύο σπουδαίους φιλοσόφους τον Πορφύριο και τον Ιάμβλιχο, ο «Βίος του Πλωτίνου» τον οποίον έγραψε ο Πορφύριος και ο «Βίος του Ισιδώρου» που έγραψε ο Δαμάσκιος. 
Στην Ακαδήμεια όπου φοίτησε, εντυπωσίασε με τις πνευματικές του ικανότητες τους Σχολάρχες Πλούταρχο και Συριανό, οι οποίοι τον είχαν δεχθεί σαν φυσικό παιδί τους. Σε διάστημα έξι ετών ολοκλήρωσε τις σπουδές του στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, στην συνέχεια ονομάστηκε «Πρύτανης - Διάδοχος της Σχολής - Σχολάρχης», υπηρετώντας την  φιλοσοφία επάξια επί πενήντα χρόνια.  
Ο Πρόκλος ζούσε λιτά σαν ασκητής, ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος, εσωτεριστής, οραματιστής και φιλάνθρωπος με σπουδαία κοινωνική δράση. Κάθε ημέρα τελούσε τις καθιερωμένες ιεροπραξίες και συμμετείχε στα πολιτικά δρώμενα των Αθηνών, συμβούλευε τους λειτουργούς και τους άρχοντες της πόλεως και έδινε διαλέξεις. Επέβλεπε τους εκπαιδευτικούς, ώστε να φέρονται με σωφροσύνη στους νέους και να βιώνουν αυτά τα οποία δίδασκαν, όπως έπραττε ο ίδιος. Ως θρησκευόμενος φιλόσοφος ήταν Μύστης, Θεουργός, Εσωτεριστής, Οραματιστής και Φιλάνθρωπος με σημαντική κοινωνική  δράση και προσφορά.  
Υπήρξε  πολυγραφότατος, το  έργο του  που έχει διασωθεί είναι σπουδαίο, το οποίον θα ερευνήσουμε στην συνέχεια. Αποτελείται  από  μελέτες της  Πλατωνικής  μεταφυσικής, φιλοσοφικές  έρευνες, καθώς  και  από  μία  συνοπτική  μελέτη  της  Ελληνικής  λογοτεχνίας. Επίσης είχε γράψει  ύμνους  προς στις  αρχαίες θεότητες, γνώριζε ότι διά των  θρησκευτικών  ύμνων - Ελληνική ρίζα υμν = δεσμός - σύνδεσμος,  ο  φιλόσοφος  εγείρει  την  θεϊκή  φύση  που οδηγεί προς  την  τελείωση και  στη  συνέχεια  προς την  θέωση.
Μέχρι το θάνατό του το 485 μ.Χ., ήταν Σχολάρχης της Νεοπλατωνικής Ακαδήμειας των Αθηνών, την οποίαν ως γνωστό, έκλεισε μαζί με όλες τις άλλες φιλοσοφικές σχολές ο ανθέλληνας Αυτοκράτορας Ιουστινιανός  με διάταγμά του το 529. Με το διάταγμα αυτό απαγόρευσε, με την ποινή του θανάτου και δήμευση της περιουσίας υπέρ του ιδίου, την διδασκαλία της φιλοσοφίας και την ενασχόληση με τα γράμματα και τις τέχνες, εκτός από ό,τι  αφορούσε τις εκκλησιαστικές ενασχολήσεις τις οποίες ήλεγχε απόλυτα.     
Ο Μαρίνος περιγράφει τον Πρόκλο σαν Σωτήρα, διότι διέσωσε επάξια την φιλοσοφική παράδοση της Ακαδήμειας, φρόντισε την οικονομική της ανεξαρτησία και της έδωσε νέα αίγλη, ενώ παράλληλα θεράπευε και ασθενείς, φυσικά δωρεάν, διότι κατά τον Πρόκλο αυτός ήταν ο τρόπος ο οποίος όριζε την έννοια του φιλοσόφου. Χαρακτηριστική είναι η φράση που επαναλάμβανε συχνά, ότι «στον φιλόσοφο δεν αρμόζει να είναι σωτήρας μίας πόλης ή ενός κράτους, αλλά ιεροφάντης όλου του κόσμου». Ιεροφάντης, είναι αυτός που φέρνει στο φως τα ιερά - τα εξηγεί. Μόνον οι ιεροφάντες είχαν το δικαίωμα να ερμηνεύουν τα Μυστήρια στους υπό μύησιν υποψηφίους. Για την «Θρησκεία και τα Μυστήρια των Αρχαίων Ελλήνων», μπορείτε να βρείτε πλήρη ερμηνεία και ανάλυση στο ομότιτλο βιβλίο μου.  
Ο Έλληνας μελετητής Λεωνίδας Χ. Αποσκίτης στο έργο του για τον Πρόκλο, παρουσιάζει σε δική του μετάφραση το πάρα κάτω ενδιαφέρον απόσπασμα από το έργο του Μαρίνου «Βίος Πρόκλου ή Περί Ευδαιμονίας»:  Πολλά θα είχε να πει κανείς ακόμα, εάν θα ήθελε να επεκταθεί στην αφήγηση των θεουργικών πράξεων του ευδαίμονα Πρόκλου. Ανάμεσα από πάμπολλες τέτοιες πράξεις, θα αναφερθώ σε μία που ήταν αληθινό θαύμα.
 Η Ασλκηπιγένεια, κόρη του Αρχιάδα και της Πλουτάρχης, μετέπειτα σύζυγος του ευεργέτη μου Θεαγένη, όντας ακόμα παιδί ασθένησε βαρειά και οι γιατροί αδυνατούσαν να την θεραπεύσουν. Ο Αρχιάδας όπως είναι φυσικό, καθόσον εκείνη ήταν το μόνο παιδί της οικογένειας, θρηνούσε απελπισμένος, βρισκόμενος σε δεινή θέση. Βλέποντας τους γιατρούς να σηκώνουν τα χέρια τους, όπως στην μεγάλη θύελλα στρέφεται κανείς στην τελευταία άγκυρα, ή καλύτερα σε κάποιον Σωτήρα, έτσι και αυτός στράφηκε στον αγαθό φιλόσοφο και τον παρακάλεσε να δεηθεί για την άρρωστη θυγατέρα του.                                                                                                         
Ο Πρόκλος παίρνοντας μαζί του τον Περικλή, επίσης μεγάλο φιλόσοφο από την Λυδία, μετέβησαν αμέσως στο ιερό του Ασκληπιού να προσευχηθούν διότι τότε η πόλη ευτυχούσε να έχει ακόμη απόρθητο το ιερό του Σωτήρα Ασκληπιού.  Όταν ο Μαρίνος έγραφε αυτά, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Πρόκλου το ιερό του Ασκληπιού είχε καταστραφεί από τους χριστιανούς και στην θέση του έκτισαν εκκλησία του θεραπευτή αγίου Ανδρέα. Αφού λοιπόν προσευχήθηκε σύμφωνα με τον αρχαιότερο τρόπο, η κατάσταση της θυγατέρας βελτιώθηκε αμέσως και αποκαταστάθηκε σε σύντομο χρόνο. 
Ο Πρόκλος ολοκληρώνοντας την ιεροτελεστία του, πήγε στην Ασκληπιγένεια και την πρόλαβε μόλις εκείνη, απελευθερωμένη από τα σωματικά βάσανα της πάθησής της, είχε ανακτήσει την υγεία της. Αυτήν την πράξη ο φιλόσοφος δεν την έκανε με άλλο τρόπο, παρά διαφεύγοντας της προσοχής των πολλών, μη θέλοντας να δώσει αφορμή σε εκείνους που είχαν κατά νου να του κάνουν κακό. Σε αυτό βοήθησε και η θέση της κατοικίας του, η οποία ήταν ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, επί της σημερινής οδού Δ. Αρεοπαγίτου, τότε ήταν εκεί και η έδρα της Νέας Ακαδήμειας που τώρα είναι επιχωματωμένη. Ήταν αλήθεια ένα από τα στοιχεία της καλής του τύχης, η καταλληλότητα αυτής της οικίας, στην οποίαν έμεναν ο πατέρας του Συριανός και ο προπάτοράς του Πλούταρχος, όπως εκείνος τους αποκαλούσε, αλλά και εκείνοι τον αποκαλούσαν πνευματικό τέκνο τους. Ήταν πολύ κοντά στο Ασκληπιείο, που χρονολογείτο από την εποχή του Σοφοκλή, στο θέατρο του Διονύσου και μπορούσες να το δεις και να το αισθανθείς από την Ακρόπολη.    
Ένα από τα σημαντικότερα έργα του είναι η «Θεολογική Στοιχείωση». Σε αυτό πραγματεύεται την μεταφυσική διάρθρωση του Όντος. Συγκεκριμένα, λέει ότι:  «Κάθε τι που μετέχει στο ΕΝ, είναι συν ένα, και όχι μείον ένα, ή  κάθε τι που γίνεται ένα, γίνεται ένα από την συμμετοχή του στο ΕΝ, ή κάθε τι που είναι ενωμένο, είναι διαφορετικό από το ΕΝ ή  κάθε πλήθος  πραγμάτων και  ιδεών, έπεται του Ενός».
Η καινοτομία του Πρόκλου βρίσκεται στην εισαγωγή της μεταφυσικής των Εννεάδων.  Όπως ο Νους αποτελείται από Νόες και η Ψυχή από ψυχές, έτσι και το ΕΝ αποτελείται από Εννεάδες. Αυτές  είναι κατώτερες του  Ενός, αλλά ανώτερες του Νου. Εδώ παρατηρούμε ότι ο Πρόκλος δέχεται εξελικτικά την Προσωκρατική φιλοσοφική σκέψη των Ιώνων φιλοσόφων, ειδικότερα δε τις θέσεις του Αναξαγόρα περί του παγκοσμίου Νου, στον οποίον τα πάντα υπάγονται με ελευθερία.
Ο Πρόκλος,  στο  θεωρητικό  υπόβαθρο είχε εντάξει και μία ιδιότυπη  θρησκευτική  πρακτική. Είχε επιδείξει  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  για  τις  θεουργικές ιεροτελεστίες, τα μυστήρια, την  αστρολογία και  την  ανάκληση  θεών. Στο  έργο του  «Θεολογούμενα  Πλάτωνος», ορίζει  τη  θεουργία  ως δύναμη  υψηλότερη  από  κάθε  ανθρώπινη  σοφία, η οποία  περιλαμβάνει  όλα τα  αγαθά  της  μαντικής, τις  καθαρτήριες  δυνάμεις της μύησης και γενικά τις  λειτουργίες  κάθε  κατοχής. 
Σύμφωνα με τον Πρόκλο, η  θεουργία βοηθά  τους  πιστούς  να  ξεφύγουν  από  την  ειμαρμένη, να  ανέλθουν  μέχρι  το  νοητό  πυρ  και  να  εξασφαλίσουν  την αθανασία της  ψυχής. Κατά τις θεουργικές τελετές έκαναν χρήση  κάποιων συμβολικών μαγικών  αγαλματιδίων. Αυτά είχαν την προέλευση και τις ρίζες τους στις πρωτόγονες  τελετουργικές λατρείες, πίστευαν δε ότι  υπάρχει  μία  αλληλεπίδραση και  μία  φυσική  συμπάθεια, η οποία όταν προσεγγιστεί κατάλληλα και με τον προσήκοντα σεβασμό, έχει την δυνατότητα να ενώνει  μυστικά  το  πρωτότυπο  με το απεικονιζόμενο, δηλαδή  το  θείο  με  την  υλική  αναπαράστασή  του.  Αυτή  την  αντίληψη  και την πρακτική υιοθέτησε αλλά και εμπορευματοποίησε ο  Χριστιανισμός,  με  τις  συλλήβδην χειροποίητες  και  βιομηχανοποιημένες θαυματουργές  εικόνες  του και άλλα διαβασμένα αντικείμενα τα οποία εμπορεύονται. 
Υπήρξε πολυγραφότατος, κάθε ημέρα έγραφε οπωσδήποτε επτακόσιους στίχους. Το έργο του αποτελείται από μελέτες της Πλατωνικής μεταφυσικής και φιλοσοφικές έρευνες. Έγραψε πολλά σχόλια για τα Πλατωνικά κείμενα, τα οποία αφορούν τα μαθηματικά και την αστρονομία, καθώς επίσης και μία συνοπτική μελέτη της Ελληνικής λογοτεχνίας. 
Ακόμη, έγραψε ύμνους για τις αρχαίες θεότητες. Αναγνώριζε ότι διά μέσου των θρησκευτικών ύμνων, ο φιλόσοφος εγείρει τη θεϊκή φύση και, ανοίγει τον δρόμο προς την τελείωση και εν συνεχεία προς την θέωση. Η επίδρασή του έχει μεγάλη διάχυση, έχει επηρεάσει την Αραβική φιλοσοφική σκέψη, την Εβραϊκή Καμπάλα, τον Αγγλοσαξονικό ρομαντισμό, τον Χέγκελ που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και τον θεωρούσε ανώτερο του Πλωτίνου, τον Σπινόζα, την Θεοσοφία, τις Τεκτονικές Στοές, τους Ροδόσταυρους, τους Ιππότες καθώς και διάφορες μυστικές εταιρείες και τάγματα. Στο επιστημονικό πεδίο, προηγείται του Γαλιλαίου στην διατύπωση της ύπαρξης πλανητικών δορυφόρων.
Επέδρασε σημαντικά στον Χριστιανισμό, ιδιαίτερα δε στον Ορθόδοξο ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη και στο το έργο του «Το κέντρο του Ανατολικού μυστικισμού». Πίστευαν αρχικά, ότι ο Διονύσιος ήταν Αθηναίος προσήλυτος στον Χριστιανισμό από τον Παύλο όταν είχε επισκευθεί την Αθήνα, αποδείχθηκε όμως ότι τα έργα του δεν είναι δυνατόν να έχουν γραφεί πριν από τον πέμπτο αιώνα και όχι τον πρώτο όπως εσφαλμένα δέχονται οι χριστιανικές εκκλησίες.                                         
Ο Dodds στην μελέτη και την μετάφραση του έργου του Πρόκλου «Θεολογική Στοιχείωση», κάνει μία πολύ σοβαρή καταγγελία απάτης και αλλοιώσεως αυτού του έργου: «Μία γενιά μετά τον θάνατο του Πρόκλου, κάποιος φανατικός και εκκεντρικός χριστιανός, συνέλαβε την ιδέα να αλλοιώσει την φιλοσοφία του και να την παρουσιάσει σαν χριστιανική, με τις σχετικές επεμβάσεις και στρεβλώσεις». Πολλοί έχουν ασχοληθεί με αυτό το θέμα, διότι αποδίδουν τα έργα του Πρόκλου σε  είκοσι διαφορετικούς χριστιανούς συγγραφείς…
Οι σοβαροί μελετητές γνωρίζουν ότι, η επίδραση του Πρόκλου είναι καταλυτική, παρά τις κακοποιήσεις και τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις που έχουν κάνει στο έργο του. Η συγγραφική ιδιοποίηση των έργων του Πρόκλου από τον Διονύσιο, επιβεβαιώνει τον κανόνα της στρεβλώσεως και της κακοποιήσεως των Αρχαίων Ελληνικών κειμένων αυτών που τους ενδιέφεραν και, της καταστροφής των υπολοίπων.                                
Στο έργο του «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α’, 681.  21 - 25», ο θείος Πρόκλος τονίζει με έμφαση: «Ο γνήσιος εραστής της γνώσης - ο φιλόσοφος - δε υποχωρεί μπροστά στον κόπο, αλλά όσο πιο δύσκολη είναι η γνώση, τόσο πιο πρόθυμα την κυνηγά χωρίς να δειλιάζει μπροστά στους πνευματικούς άθλους. - Ο μέν  τς θεωρίας γνήσιος ραστς οκ ναδύεται τν πόνον, λλ σ χαλεπωτέρα ντίληψις, τοσούτ προθυμότερον πρόσεισιν οκ   ποδειλιν πρς τος θλους».
Ο Πρόκλος, μυήθηκε στα ανώτερα Μυστήρια και στην  Θεουργία   από  την  Ασκληπιγένεια, κόρη  του  Πλουτάρχου του νεώτερου του  Αθηναίου, η οποία  ήταν  επικεφαλής  της Νέας Ακαδήμειας των Αθηνών, σημειώνω ότι δεν είναι η ίδια που είχε σώσει - θεραπεύσει από σοβαρή ασθένεια σε μικρή ηλικία. Ο χαρισματικός Πλούταρχος  είχε  μυήσει  σε  βάθος  την  κόρη  του  στην φιλοσοφία, στα  μυστήρια και στα μυστικά  της  θεουργίας. Η Ασκληπιγένεια αποκάλυψε  στον Πρόκλο τις  παλαιές  μυστηριακές  τελετές - τα  ιερά  όργια, τα οποία ήσαν μέρος των Ελευσινίων Μυστηρίων, καθώς και  την  Χαλδαϊκή  λευκή μαγεία. Μόνο  αυτή  είχε  αυτές  τις  γνώσεις  και, τελούσε τα Μυστήρια και την Θεουργία μετά τον θάνατο  του  πατέρα της. Κατά την  μαθητεία  κοντά  της, ο  Πρόκλος  απέκτησε  την  ικανότητα  να  βλέπει  θεία  οράματα, να  προκαλεί  όμβρους - βροχές και  να  θεραπεύει  ανίατες  ασθένειες. Η Ασκληπιγένεια συνέχισε να διδάσκει ακόμη και όταν ο φιλόσοφος Μαρίνος διαδέχθηκε τον Πρόκλο στην Σχολαρχεία. Παράλληλα συνεργαζόταν και με αρκετές άλλες γυναίκες για την ομαλή συνέχιση της λειτουργίας της Σχολής, στις δε χαρισματικές μεταβίβαζε τις γνώσεις της.
Διδάσκαλος του Πρόκλου υπήρξε και ο Συριανός, που διαδέχθηκε τον Πλούταρχο στην Ακαδήμεια, με τον οποίον συνδέθηκε με μεγάλη φιλία και τον αποκαλούσε πατέρα του. Σώζεται επιτύμβιο επίγραμμα του Πρόκλου, όπου μαρτυρείται η ευγνωμοσύνη του για την διδασκαλία και τις γνώσεις που δέχθηκε από τον Συριανό. Ολοκληρώνω με τα  αναγραφόμενα στο επίγραμμα που ακολουθεί, που το έγραψε ο ίδιος ο Πρόκλος:
«Πρόκλος εγώ υπήρξα Λύκιος στην καταγωγή, αυτόν που ο Συριανός έθρεψε εδώ με τη διδασκαλία του ως διάδοχό του. Αυτός ο κοινός τάφος δέχθηκε τα σώματα και των δύο, και είθε η Λάχεση να οδηγήσει και τις ψυχές τους σε κοινό τόπο».

 ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ  ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ  Ο  Α΄


Ο αυτοκράτωρ Φλάβιος Θεοδόσιος του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους γεννήθηκε στην Βόρειο Ισπανία το 346 μ.Χ., βασίλευσε από το 379 έως το 395. Ήταν θρησκόληπτος, δογματικός και φανατικός χριστιανός, ήταν όμως καλός πολεμιστής και πολύ φιλήδονος. Όπως αναφέρουν χριστιανοί συγγραφείς, καταπολεμούσε με ζήλο «τα υπολείμματα ειδωλολατρικών φρονημάτων στα ανώτερα διευθύνοντα κοινωνικά στρώματα, όπως π.χ. παρεκκλίνουσες, διαφορετικές γνώμες, απόψεις μέσα στην χριστιανική εκκλησία και άλλα».

Ο Θεοδόσιος για να εδραιώσει την εξουσία του ταυτίστηκε απόλυτα με το χριστιανικό ιερατείο, το οποίο τον υπηρέτησε πιστά και έτσι, οι δύο ηγεσίες ενωμένες στράφηκαν με μίσος κατά των Ελλήνων και του Ελληνισμού. Την 27η Φεβρουαρίου του 380 κατήργησε την κάποια ανοχή που υπήρχε προς τις διάφορες θρησκευτικές δοξασίες και, καθιέρωσε τον «θρίαμβο της ορθοδοξίας», επέβαλε σαν μοναδική, επίσημη και υποχρεωτική θρησκεία τον Χριστιανισμό. Όλοι οι μη χριστιανοί χαρακτηρίζονταν στο εξής «σιχαμεροί, αιρετικοί, μωροί και τυφλοί».

Το 381 συγκάλεσε την δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο για να αποβάλλει τους αιρετικούς χριστιανούς, να ορίσει και να επιλύσει εκείνος τις διάφορες ενδοεκκλησιαστικές διαφορές και έριδες. Όταν το επέτυχε, ξεκίνησε διωγμό εναντίον των αιρετικών χριστιανών και κατά των μη χριστιανών σε όλες τις πόλεις του Ανατολικού κράτους. Όλες οι εκκλησίες και όλα τα ιερά κτήματα δόθηκαν στο ορθόδοξο ιερατείο και, απαγόρευσε στους αιρετικούς να κατέχουν πολιτικά αξιώματα, πολλούς από αυτούς τους εξόρισε και άλλους τους θανάτωσε.

Στράφηκε επίσης με μεγαλύτερη μανία εναντίον εκείνων, που εντρυφούσαν στην φιλοσοφία, την Ελληνική παιδεία και διατηρούσαν την αρχαιοελληνική λατρεία. Για αυτούς υπήρχε μόνον μία ποινή και αυτή ήταν ο θάνατος και η κατάσχεση των περιουσιών τους, που μεταβιβαζόταν αυτόματα στην προσωπική αυτοκρατορική περιουσία.

Τον Δεκέμβριο του 390 ο Γότθος στρατηγός Βοθέριχος, αρχηγός της Βυζαντινής φρουράς της Θεσσαλονίκης, προσπαθεί να επιβάλλει τον εκχριστιανισμό των Ελλήνων κατοίκων της πόλεως με τρομερή βία. Αποτέλεσμα ήταν η εξέγερση του λαού που προσπαθούσε απεγνωσμένα να διατηρήσει την Ελληνική του ταυτότητα. Η Γοτθική φρουρά της πόλεως αρχικά αιφνιδιάστηκε από την μαχητικότητα των Ελλήνων και πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες σκοτώθηκαν. Όταν ο Θεοδόσιος πληροφορήθηκε ότι είχε γίνει Στάση, με δόλια σκέψη ότι τάχα ήθελε να εξευμενίσει τα οξυμένα πνεύματα, κάλεσε τον λαό της πόλεως στον Ιππόδρομο, για να παρακολουθήσουν την ιπποδρομία και να επέλθει η συμφιλίωση. Εκεί μέσα, μόνο σε τρεις ώρες, κατέσφαξε με την βοήθεια των Γότθων 7000 Έλληνες πολίτες, σύμφωνα με τον χριστιανό ιστορικό Θεοδώρητο, ενώ κατά τον Κεδρηνό, τον Θεοφάνη και άλλους, ο αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε τις 15000.

Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Θεοδώρητος γράφει, «Τους θέρισαν όλους, σαν καλαμιές στον θερισμό, διότι ήθελε να εκδικηθεί τον θάνατο ενός στρατηγού και των στρατιωτών του. Ο Θεοδόσιος διέταξε ως αντίποινα την γενική σφαγή του πληθυσμού. Αναφέρεται, ότι σε μία και μόνο ημέρα σφαγιάστηκαν από μισθοφόρους του Θεοδοσίου άνω των 7000 Θεσσαλονικέων και, εάν δεν είχε επέμβει ο επίσκοπος των Μεδιολάνων Αμβρόσιος, η σφαγή θα ήταν καθολική για όλο τον πληθυσμό».  

Η σφαγή της Θεσσαλονίκης θεωρείται από τους ιστορικούς, ως ένα από τα πιο αποτρόπαια εν ψυχρώ εγκλήματα, ενός μονάρχη της αρχαιότητας, πραγματική θηριωδία. Ξεπέρασε σε αγριότητα και διαστροφή και τα πιο ειδεχθή εγκλήματα των τυράννων της ιστορίας.
Ο Θεοδόσιος ενώ θα έπρεπε να κατατάσσεται στον εφιαλτικό πίνακα των πλέον κατάπτυστων αιμοβόρων μοναρχών, αναβιβάζεται από την Εκκλησία, χωρίς αιδώ, στο βάθρο του «Αγίου» και  του «Μέγα».
Ο  άγιος  Αυγουστίνος τον αποκαλεί «τέλειο χριστιανό μονάρχη», ενώ ο Θεοδώρητος «Πανεύφημο βασιλέα και θεοφιλέστατο»

Άλλο ένα μεγάλο έγκλημα που διέπραξε κατά του Ελληνισμού και της ανθρωπότητας, ήταν το ανθελληνικό διάταγμα του 393 για την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων και όλων γενικά των Πανελλήνιων Αγώνων - Πύθια των Δελφών - Ίσθμια της Κορίνθου, Νέμεα στην Νεμέα της Πελοποννήσου, καθώς και όλων των λαϊκών εορτών και συνάξεων των Ελλήνων, με τις ίδιες πάντοτε ποινές για όσους δεν υπάκουαν στα διατάγματά του. Αυτά τα μιαρά διατάγματα, στέρησαν στον απανταχού Ελληνισμό, το ευγενές γεγονός των φιλοσοφικών σκέψεων και αλληλοεπιδράσεων, της άμιλλας, του αθλητικού ιδεώδους και του ευ αγωνίζεσθαι, της συνεργασίας των πολιτών, των πόλεων και των κρατών, των πανεθνικών εορτών, της ανακωχής, της κατάπαυσης των εχθροπραξιών και της ιεράς εκεχειρίας, που έτερπαν, μόρφωναν και ένωναν επί χιλιετίες το γένος των Ελλήνων.

Οι φανατικοί χριστιανοί αποθρασύνθηκαν από την στάση του αυτοκράτορα και, προέβαιναν στο γκρέμισμα των αρχαίων ναών, των ιερών, των Ασκληπιείων, των θεάτρων, των βιβλιοθηκών, στην καταστροφή των αγαλμάτων, των βιβλίων και όλων των ανεπανάληπτων έργων τέχνης και πολιτισμού. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς, ας αναλογισθούν τι ζημία και οπισθοδρόμηση έφεραν επί σειρά αιώνων. Με αυτόν τον τρόπο και με αυτά τα μέσα θριάμβευσε επί της εποχής του Θεοδοσίου ο Χριστιανισμός επί των ειδωλολατρών, και των διαφορετικά σκεπτόμενων ανθρώπων, καθώς και η Ορθοδοξία επί των αιρετικών.
Πως να μην τον ανακηρύξει και ονομάσει το ιερατείο και η εκκλησία άγιο και Μέγα, τίτλος με τον οποίον έμεινε στην ιστορία.  

Το 395 και δύο χρόνια μετά την επίσημη κατάργηση των Ολυμπιακών αγώνων και όλων των άλλων εορτών , εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και στην Ολυμπία στίφη Γότθων, 2000 μισθοφόροι με χριστιανούς ιερείς και καλογέρους και με αρχηγό τον βάρβαρο Αλάριχο Μπάλτα, ισοπέδωναν και κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους. «Εις γήν φέρειν», αυτήν την εντολή είχαν από τον Θεοδόσιο,  κάθε πολύτιμου και  ιερού χώρου. Μεταξύ των άλλων ισοπέδωσε την Ελευσίνα, σκότωσε όλους τους συντελεστές του Μυητικού κέντρου, κατέστρεψε το υπέρ πολύτιμο αρχείο με την απωλεσθείσα γνώση του παρελθόντος και τις λίθινες πλάκες που ήταν χαραγμένος ο παμπάλαιος Ορφικός Λόγος - Ορφικά κείμενα.    

Οι Ρωμαίοι όταν υπέταξαν την Ελλάδα, είχαν απαγορεύσει σε όλους τους κατεχόμενους υπηκόους να έχουν και να φέρουν όπλα. Οι Αθηναίοι όταν  πληροφορήθηκαν την καταστροφή και την σφαγή της Ελευσίνας, ανέβηκαν και κλείστηκαν στην Ακρόπολη. Ο Αλάριχος με το συνονθύλευμά του έφθασε στην Αθήνα, οι Αθηναίοι έδειξαν γενναιότητα και προέβαλαν αποφασιστική αντίσταση, έγιναν μερικές μάχες και δεν επέτρεψαν στον Αλάριχο να συλήσει και να καταστρέψει την πόλη και την Ακρόπολη, έτσι σώθηκε ο Παρθενώνας,  τα άλλα μνημεία και η πόλη της Παλλάδος.

Κατά τον πέμπτο αιώνα στον ερειπωμένο χώρο της Ολυμπίας, έχτισαν μία εκκλησία και έναν χριστιανικό οικισμό, περιτοίχισαν τον χώρο με υλικά του αρχαίου τοίχους και, μέσα σε αυτόν έχτισαν την σωζόμενη μέχρι σήμερα Βυζαντινή εκκλησία.
Το 426 πυρπολήθηκε ο ναός του Ολυμπίου Διός κατά διαταγή του αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Θεοδοσίου του Β΄ του Μικρού. Παρά τους σκληρούς διωγμούς κατά των Ελλήνων και τις καταστροφές που έγιναν κατόπιν διαταγών του και της φανατικής χριστιανής αδελφής του Πουλχερίας, δεν έγινε Μέγας αλλά έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Μικρός.
Ισχυροί σεισμοί κατά τα έτη 522 και 551 κατέστρεψαν ό,τι είχε απομείνει από τα  λαμπρά οικοδομήματα της Ολυμπίας. Επί πλέον, οι πλημμύρες του Κλαδέου ποταμού αφ΄ ενός και οι εκάστοτε μεταβολές του ρου του Αλφειού αφ’ ετέρου, πλημμύρισαν πολλές φορές την περιοχή, με αποτέλεσμα να υποχωρεί η άμμος και τα νερά να παρασύρουν προοδευτικά τον Ιππόδρομο και μεγάλο μέρος του Σταδίου.

Κατά τoν μεσαίωνα είχαν διαγράψει και αυτό το όνομα της Ολυμπίας.  Τον 14ο  αιώνα, την εποχή της Φραγκοκρατίας, ο οικισμός ονομαζόταν Σέρβια ή Σερβιανά. Κατά δε τον 16ο  αιώνα, επί  Τουρκοκρατίας είχε το όνομα Αντίλαλος, προφανώς από τον αντίλαλο που δημιουργεί ακόμα η υπόγειος Στοά, καθώς έχει άριστη μαθηματική αρχιτεκτονική και λειτουργεί σαν ένα καλό φυσικό ενισχυτικό ηχείο. 

Η Στοά πολλαπλασίαζε τους ήχους και τον βηματισμό των αθλητών, όταν περνούσαν κατά παράταξη και με ρυθμό για να βγουν στο  Στάδιο να αγωνιστούν. Έτσι δημιουργούσε ηχητικές αρμονικές, γεγονός που έδινε αίγλη και εντυπωσίαζε όλους τους αθλητές και τους θεατές.