ΕΡΩΣ -
ΦΙΛΟΤΗΣ - ΑΓΑΠΗ
«Η
μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή είναι η διαπίστωση ότι μας αγαπούν γι' αυτό που
είμαστε, ή μάλλον, παρά το γεγονός ότι είμαστε αυτό που είμαστε».
(Victor Marie Hugo 1802-1885).
Ένα παλαιό βιβλίο των Αλχημιστών του μεσαίωνα,
αναφέρει έναν σημαντικό ορισμό σχετικά με την αγάπη : «Η αγάπη είναι η πρώτη των αρετών, είναι το ιερόν αίσθημα, το οποίον
πρέπει να κυριαρχεί της ανθρωπότητος, είναι μία των κυριοτέρων βάσεων των ορθών
νόμων. Εκ’ της αγάπης γεννάται η ευσπλαχνία και η ελεημοσύνη αι κυριώτεραι
ιδιότητες, αι οποίαι και με αυτήν πρέπει να κοσμούν πάσαν ευγενή και
πολιτισμένην ύπαρξιν. Η αγάπη είναι η ευημερία του ανθρωπίνου γένους, η
παρηγορία και η ένωσις αυτού, ανεξαρτήτως καταγωγής, αιρέσεων ή θρησκειών. Εάν
όλοι οι λαοί ήκουον τας γλυκείας της αγάπης εντολάς, η Ομόνοια, η Ευδαιμονία
και η Ειρήνη θα εβασίλευον επί της γης».
Η
Εγκυκλοπαίδεια του Νέστορος Λάσκαρη πρώτη έκδοση 1934, ορίζει την αγάπη ως
εξής: «Συναίσθημα αυτο-προσεπιλαμβανόμενον,
αφοσίωσις προς τι αντικείμενον ή πρόσωπον, διαρκούσα ηδονή και χαρά, κλίσις,
συμπάθεια προκαλούμενη υπό τινός, το οποίον διά των ιδιοτήτων του φαίνεται σε
εμάς αμέσως ως πολύτιμον και πηγή ευτυχισμού του εγώ μας, διαρκούσα χαρά διά
την παρουσίαν προσώπου τινός, διά την μετ’ αυτού αισθηματικόν ή πνευματικόν
σύνδεσμον, διά την απόκτησιν τούτου».
Για
χιλιετίες ισχυρίζονται κάποιοι από
σκοπιμότητα και κάποιοι από άγνοια ότι,
τάχα η Ομηρική λέξη «Αγάπη» δεν
υπήρχε στο λεξιλόγιο των προγόνων μας, ότι αυτή είναι καθαρά χριστιανικής
επινοήσεως και ότι, αντί αυτής χρησιμοποιούσαν αόριστα την λέξη «Φιλότης».
Όπως όλοι
γνωρίζουμε, στα Ομηρικά κείμενα υπάρχουν τα ρήματα Αγαπώ, Αγαπάζω καθώς και
το όνομα Αγαπήνωρ, φυσικά με την
διαχρονική και αναλλοίωτη σημασία τους.
Θέτω λοιπόν την απλή ερώτηση:
Πως υπήρχαν τα ρήματα αυτά, αλλά
δεν υπήρχαν εν χρήσει τα επίθετα και τα ουσιαστικά τους; Η λέξη Έρως, εμπεριείχε εκτός των άλλων εννοιών που θα ερευνήσουμε και την Φιλότητα. Αυτή ήταν η πλέον διαδεδομένη, εμπεριείχε δε εννοιολογικά και εξομοιωνόταν με μία ενεργό κοσμική και
υπερβατική δύναμη. Επάνω σε αυτήν είχαν στηρίξει οι Φιλόσοφοι και ιδιαίτερα ο
Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος, την συμπαντική κοσμοθεωρία της δημιουργίας, της
κινήσεως και της αρμονίας του σύμπαντος, με την διατύπωση «Σφαίρος - Φιλότης - Νείκος».
Δεν πρέπει
να μας διαφεύγει ότι, ο χριστιανισμός έχει ερανισθεί πολλά από τα Ελληνικά
κείμενα, από το λεξιλόγιο, από την Ελληνική γλώσσα που ήταν διεθνής, από τα
Μυστήρια και τις θεολατρικές διαδικασίες και ενασχολήσεις των προγόνων μας,
τόσο στην φιλοσοφική υποδομή του, όσο και στην λειτουργική του, αντιστρέφοντας
φυσικά τα πρόσημα.
Επίσης
πρέπει να έχουμε υπ όψιν μας ότι τα αρχαιότερα γραπτά χριστιανικά κείμενα
πρωτο-εμφανίζονται στο διάστημα μεταξύ 3ου και 5ου αιώνα,
τα δε περισσότερα είναι στην Ελληνική και στην Κοπτική γλώσσα. Στα Χριστιανικά κείμενα χρησιμοποίησαν την
Ελληνική λέξη αγάπη, η οποία είναι υποδεέστερη - πιο λαϊκή
από την λέξη Φιλότης. Η πλειονότητα
των αρχαίων χριστιανικών κειμένων, βρίθει από σφάλματα, αντιφάσεις, χάσματα,
ετεροχρονισμένες ατυχείς συρραφές, αντικρουόμενες αφηγήσεις και πληροφορίες, τα
οποία δεν είναι της παρούσης να αναπτυχθούν.
Επισημαίνω ότι στην αρχαία Ελληνική γλώσσα το ρήμα Φιλώ έχει εντονώτερη την έννοια της Αγάπης από το ρήμα Αγαπώ ή Αγαπάζω. Θα
προσεγγίσω την έννοια και την σημασία της λέξεως Έρως, η οποία εμπεριέχει την
φιλότητα, την αγάπη, την φιλία, την στοργή και την ελεημοσύνη. Η Αγάπη
ως όρος στην καθημερινότητα και στην φιλοσοφία, είναι πολύ σημαντική. Από
ψυχολογικής απόψεως είναι το εσωτερικό συναίσθημα της έλξης δύο προσώπων. Από
την αρχαιότητα, ο όρος αγάπη
διαφοροποιήθηκε και απέκτησε πολυμορφικό χαρακτήρα.
Οι πρόγονοί
μας χρησιμοποιούσαν περισσότερο όπως προανέφερα, τις λέξεις Έρως και Φιλότης διότι αυτές είναι
θεμελιώδεις, είναι δε οι πρώτες έννοιες - ενέργειες της δημιουργίας, την οποίαν
σοφά πράττοντας, κάλυψαν με τον μύθο της
Δήλου, της Νιόβης, της Λητούς, της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος.
Μετά την θραύση του κοσμικού ωού - (το
γνωστό σήμερα ως Big Bang), εξήλθε ο Πανδημιουργός
Φάνης Έρως, ο οποίος είχε διττή σημασία και ενέργεια δηλαδή, την Ουράνια
και την Γήινη. Καταφεύγω στον ιδρυτή και θεράποντα της ιδεοκρατίας και της
εννοιοκρατίας Πλάτωνα, ο οποίος με τον κώδικα του Ησιόδου θα μας οδηγήσει και
θα μας φωτίσει, επάνω σε αυτήν τη σοβαρή και διαχρονική έννοια, με την φωνή του
διδασκάλου του, Σωκράτη.
Τον κώδικα
του Ησιόδου είχαν αποδεχθεί και αναπτύξει οι Προσωκρατικοί και οι
Μετασωκρατικοί φιλόσοφοι, ιδιαίτερα δε ο Εμπεδοκλής, οι Σοφιστές με τον ιδρυτή
της Κυνικής σχολής Αντισθένη, οι Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης, Διογένης
Λαέρτιος, καθώς και οι φιλοσοφικές σχολές των Πυθαγορείων, Επικούρειων,
Στωικών, Σχολαστικών και όλοι οι σκεπτόμενοι ορθολογικά διανοητές. Πρέπει να
τονισθεί ότι, πλήθος νεώτερων φιλοσοφικών σχολών και φιλοσόφων χρησιμοποιούν
την λέξη «Αγάπη», εδώ το γράμμα Άλφα δεν είναι στερητικό αλλά
ενισχυτικό της εννοίας. Αυτή, βάσει
του κώδικα του Ησιόδου, δήλωνε μία γήινη εννοιολογική αλλά και υποκείμενη στην
φθορά και στο ίδιον συμφέρον, δύναμη.
Σας
παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το έργο του Αριστοτέλη Μετά τα Φυσικά 980
a . 21,
«Πάντες άνθρωποι τού ειδέναι ορέγονται
φύσει, σημείον δ’ ή των αισθήσεων αγάπησις και γαρ χωρίς της χρείας αγαπώνται
δι’ αυτάς, και μάλιστα των άλλων ή διά των ομμάτων…». Προσαρμογή: Όλοι
οι άνθρωποι έχουν από τη φύση τους έφεση για γνώση. Αυτό φαίνεται από την
ιδιαίτερη αγάπη που έχουμε για τις αισθήσεις μας διότι, ανεξάρτητα από τη χρησιμότητά τους,
μας είναι αγαπητές οι ίδιες οι αισθήσεις, περισσότερο δε από όλες, η αίσθηση
της όρασης. Πράγματι, προτιμούμε την όραση από όλες γενικά τις άλλες αισθήσεις,
όχι μόνο για πρακτικούς λόγους αλλά και όταν δεν σκοπεύουμε να επιχειρήσουμε
τίποτα διότι η όραση, περισσότερο από κάθε άλλη αίσθηση, μας βοηθά να
γνωρίσουμε θετικότερα κάτι αλλά μας αποκαλύπτει και τις διαφορές, για αυτό την
έχουν αποκαλέσει και θύρα της ψυχής.
Ο Πλάτων
στο έργο του «Συμπόσιο» αποκαλεί τον
Έρωτα «Μέγας Δαίμων», φυσικά με την
αρχαιοελληνική σημασία και όχι την κακοποιημένη χριστιανική. Στο 202 d,
η μάντις και φιλόσοφος Διοτίμα από την Μαντινεία, μυεί τον Σωκράτη στα μυστήρια
του θείου έρωτα με την φράση: «Δαίμων
μέγας, Σωκράτη ο Έρως. Άλλωστε κάθε τι
δαιμονικό ευρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού». Η
σημασία του μεταξύ, είναι ο
μέσος όρος που συνδέει τους δύο ακραίους.
Είναι ο Έρως ο οποίος συνδέει το θνητό με το αθάνατο, είναι η βαθειά
ερωτική φύση, η οποία όταν κατέχεται από την θεία μανία αναζητεί τον δαίμονα -
θείον έρωτα, που θα την φέρει σε επαφή με το Θείο. Ο Έρως δεν μοιάζει ούτε με
το θνητό αλλά ούτε και με το Θείο, διότι ο Έρως είναι «μεταξύ» της Σοφίας του Θείου και της μωρίας των θνητών. Άρα ο Έρως
είναι Δαήμων και γνώστης και, ως εκ’
τούτου είναι φίλος της σοφίας - γνώσεως.
Ο Σωκράτης
τότε την ερωτά: Και ποία είναι η δράση του;
Η Διοτίμα
δίνει την ακόλουθη απάντηση: Να
μεταφράζει και να μεταβιβάζει στις θεότητες τα προερχόμενα από τους ανθρώπους
και εις τους ανθρώπους τα προερχόμενα από τις θεότητες. Εδώ ο Έρως μοιάζει
να περιγράφει ακριβώς την ροή την μεταξύ
ή την συνδέουσα τους θνητούς με τις θεότητες. Βασική όμως προϋπόθεση για
την διασύνδεση των θνητών με τα αθάνατα είναι η ανεμπόδιστη έσω ροή της αρετής.
Ο Πλάτων
στο έργο του «Κρατύλος» 420 b
δια στόματος Σωκράτους, λέει: «Τον παλαιό καιρό ο Έρως ονομαζόταν έσ-ρος, από το ρήμα εσρέω, διότι χρησιμοποιούσαμε το ο-όμικρον αντί του ω-ωμέγα,
ο Έρως του εαυτού η έσω ροή
είναι το θαύμα του «Γνώθι σ’
αυτόν» της έσωθεν κοινωνίας του θείου σπινθήρα. Η ελεύθερη έσω ροή είναι η βάση του έρωτος των δύο φύλων κατά την Διοτίμα, θέση
που την αποδέχεται και ο Σωκράτης, ο οποίος στο 206 b - 207 λέει ότι ο
Έρως είναι «ο τόκος - η αμοιβή εν τω
καλώ», διότι η δημιουργία συντελείται με την εξισορρόπηση των
αντιθέτων δυνάμεων, με την ισότιμη συμμετοχή των δύο αρχών της άρρενας και της
θήλειας.
Ο
Ηράκλειτος στα «Αποσπάσματά» του 8, 51, 54, 57 και ο Εμπεδοκλής στα «Αποσπάσματά» του 17, 21, 32, 36
ταυτίζονται και δηλώνουν ότι, η ροή της έσω λειτουργίας είναι πρότυπη σε κάθε
έλλογο όν και έχει αιτία την αντίθεση
και όχι την ομοιότητα, για να επέλθει το αποτέλεσμα της αρμονίας,
εξισορρόπηση των αντιθέτων ιδού το μωσαϊκό δάπεδο διαφόρων χριστιανικών
εκκλησιών και όχι μόνο.
Η εξωτερική
ροή παρουσιάζεται με τον δεύτερο αναγραμματισμό: Έρως= ρέω και στον Κρατύλο 427 α, ο Σωκράτης λέει για
το σύμφωνο Σ ότι, είναι φυσητικό και μιμείται το σείομαι και
τον σεισμό. Πράγματι η παλινδρομική κίνηση του έρωτος μιμείται την
παλινδρομική κίνηση του σεισμού, κατά την οποίαν ο άνδρας γεννά και μετά από
εννέα μήνες η γυνή τίκτει. Έτσι, με την αέναο παλινδρομική κίνηση του Σ - ροή του έρωτος, επιτυγχάνεται η μεταβίβαση των θείων στους
ανθρώπους και από τους ανθρώπους στις θεότητες, «Συμπόσιο» 202, 203 b.
Με την
αλλαγή του τονισμού ο Έρως γίνεται ερώ
που είναι ο Μέλλον του ρήματος λέγω,
πράγματι ο Έρως σε όλα τα επίπεδά του διακρίνεται διά το λέγειν - ερώ, το
οποίον είναι αμφίδρομο. Με την παρουσία του Σ η εναλλαγή του λόγου και
κάθε συζήτηση καθίσταται διαλογική, για να οδηγηθεί στην διαλεκτική και την
μαιευτική μεθοδολογία του λόγου, για την προσέγγιση και την ανεύρεση της
Αλήθειας.
Η Διοτίμα
στο 204 a και d
τονίζει ότι, ο Έρως είναι φιλόσοφος ολοκληρωμένος και με τον αναγραμματισμό
περιγράφεται επακριβώς η ουσία της λέξεως, η οποία εξηγεί την πλήρη έννοια της έσω - έξω αρμονικής ροής.
Ας εξετάσουμε
τώρα τον αλληγορικό μύθο του Πόρου,
της Πενίας και του Έρωτος, τον οποίον αναφέρει ο Πλάτων
στο «Συμπόσιο».
Ο Σωκράτης
ερωτά την Διοτίμα: «Είπα ποιός είναι ο
πατέρας μου και η μητέρα μου, αλλά ο Έρως ποιούς έχει γονείς;».
Η Διοτίμα
απάντησε ως εξής: «Αυτό είναι μία μεγάλη
ιστορία, αλλά θα σου την διηγηθώ»: Την εποχή που ήλθε στον κόσμο η Αφροδίτη - Κάλλος οι θεοί είχαν
συμπόσιο, μεταξύ των άλλων ήταν και ο υιός του Διός και της Μήτιδος - Σοφίας Πλούτος - Πόρος - Πέρασμα. Όταν
απέφαγαν, πήγε και η Πενία να επαιτήσει, (όπου υπάρχει μεγάλος πλούτος υπάρχει
και μεγάλη φτώχια), γιατί αυτό ήταν φυσικό σε ένα τόσο πλούσιο γεύμα, στάθηκε
λοιπόν στην είσοδο.
Ο Πόρος
τότε μεθυσμένος από το νέκταρ, διότι ακόμη τότε δεν υπήρχε ο οίνος, εξήλθε
στους κήπους του Διός και με το κεφάλι βαρύ έπεσε και αποκοιμήθηκε. Τότε η
Πενία μέσα στην απορία - φτώχεια της έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο της, πώς να
αποκτήσει ένα παιδί από τον Πλούτο - Πόρο. Πήγε τότε λοιπόν και ξάπλωσε δίπλα
του και έτσι, απέκτησε τον Έρωτα. Για τον λόγο αυτόν ο Έρωτας έγινε συνοδός και
υπηρέτης της Αφροδίτης, διότι γεννήθηκε στα γενέθλιά της, είναι «εμφύτως» ερωτευμένος με το κάλλος -
ωραίο, διότι η Αφροδίτη είναι η εκπροσώπηση του κάλλους στον γήινο κόσμο.
Η σύλληψη
και η γέννηση του Έρωτος από την Πενία είναι η κατάσταση «μεταξύ»
της θνητής Πενίας και του πλούσιου και αθάνατου Πόρου. Είναι ο συνδετικός λόγος
μεταξύ των δύο κόσμων, των θνητών και των αθανάτων. Είναι η κατάσταση του «δαίμονος - δαήμονος», του Φρονίμου και Γνωρίζοντος, κατά
τον Σωκράτη στον χώρο τον «μεταξύ» όπου
αυτός δεσπόζει, Πλάτων «Κρατύλος 398 c». Συνεπώς ο διαμεσολαβητής «δαήμων - φρόνιμος - έρως» περιέχει
στην νοητική κατανόηση, όλα τα συναισθήματα και οφείλει να εκφράζεται με την
λογική, την σοφία - γνώση και την αγάπη.
Ο Ελληνισμός είναι η έντονη Αγάπη προς τον
κόσμο - προς το Παν
Στην Ελληνική παράδοση, ο Έρως με την έννοια της Αγάπης, δηλώνει κάθε είδους Αγάπη για την αρετή, την γη, την θάλασσα, την
επιστήμη, την τέχνη, την γυναίκα, τον άνδρα κλπ. Είναι η πρώτιστη και συνεχής
αιτία της Θεογονίας, της Κοσμογονίας και της Κοσμοποιείας, τόσο στην Ορφική, την
Ομηρική όσο και στην Ησιόδεια Μυθολογική αλληγορική παράδοση. Είναι έννοια
αφηρημένη, πολυσυλλεκτική και είναι το σύνολο της Συμπαντικής Αγάπης προς το σύνολο του εκδηλωμένου κόσμου προς τα
πάντα, από την πρωτογενή ύλη μέχρι τις θεότητες. Είναι η ελκτική και συνεκτική
δύναμη που συγκρατεί την ύλη η οποία δημιουργεί και διατυπώνει κάθε μορφολογία.
Ο Έρως, είναι ο αρχαιότερος των εγκοσμίων θεοτήτων και υπεύθυνος για κάθε
δημιουργία. Η ενέργειά του ενυπάρχει σε όλες τις θεότητες καθώς και σε όλα τα
έμβια όντα, τα φυτά και σε όλη την υλική εκδήλωση, διότι διέπει, διακατέχει και
πληροί το Παν.
Κατά τον
Εμπεδοκλή η Φιλότης - αγάπη, αντιτίθεται και εξισορροπεί
το Νείκος - Μίσος - Αποδόμηση και έτσι διατηρείται η αρμονία στο Σύμπαν.
Την ιδέα
της συμπαντικής αγάπης ασπάζεται και ο Αριστοτέλης, αργότερα και ο Ποσειδώνιος
ο οποίος διατύπωσε την θεωρία της παγκοσμίου «συμπάθειας - αρμονικής αγάπης», καθώς και πλήθος άλλων φιλοσοφικών
σχολών και πνευματικών ανθρώπων. Σε ό,τι αφορά την θεμελιώδη φιλοσοφική σημασία
της έννοιας της αγάπης στον έρωτα, επισημαίνεται για πρώτη φορά από τον Πλάτωνα
στους διαλόγους «Συμπόσιο» και «Φαίδρος». Η αγάπη, λέει ο Πλάτωνας,
είναι η έλξη που ασκεί το Κάλλος - το Ωραίο.
Οι τύποι
της αγάπης είναι όσοι και οι τύποι του ωραίου. Η αγάπη γεννιέται κατά την επαφή
με το αισθητό ωραίο, αλλά ανελίσσεται από αυτό στο ψυχικό ωραίο και, βαθμιδόν
ανέρχεται στο διανοητικό κάλλος, όπου
είναι και η αληθής αγάπη. Τα αισθητά κάλλη του υλικού κόσμου, αναφέρει ο
Πλάτων, δεν είναι τίποτα άλλο παρά χονδροειδή σχεδιάσματα ή ωχρές ανταύγειες. Η
αγάπη είναι συνεπώς η λαχτάρα του ανθρωπίνου όντος να ξεπεράσει την αισθητή
πραγματικότητα, για να καταλήξει στη θέαση και την αρμονία του κόσμου των
ιδεών.
Ο Ελληνικός
κόσμος λοιπόν, είναι ένας κόσμος στον
οποίον το κύριο στοιχείο είναι η Αγάπη, αυτός είναι ο βιότοπος του Ελληνισμού
και ο καθολικός προσδιοριστικός όρος του Ελληνικού πολιτισμού, που τον καθιστά
μοναδικό.
*«Ούτω
πολλαχόθεν ομολογείται ο Έρως εν τοις Θεοίς πρεσβύτατος είναι» Πλάτων. Προσαρμογή:
«Πράγματι από πάρα πολλούς ομολογείται, ότι ο Έρως είναι ο παλαιότερος
από τους Θεούς».
*
«Πρώτιστον μέν Έρωτα θεών μητίσατο πάντων», Παρμενίδης
(στ.13). Προσαρμογή: «Πρώτιστη από όλες
τις θεότητες ( η δημιουργία), επινόησε τον Έρωτα.
* «Σεμνός Έρως Αρετής» Φωκυλίδης, ο Έρωτας για την Αρετή
είναι άξια επιθυμία.
*«Σε όσους γιατρούς υπάρχει και
φιλανθρωπία, εκεί υπάρχει και
Έρωτας για την επιστήμη», Ιπποκράτης.
Όποιος επιθυμεί να
προσεγγίσει σε βάθος το τι είναι η αγάπη, θα διαπιστώσει ότι δεν είναι φόβος,
εξάρτηση, ζήλεια, κτητικότητα, υπευθυνότητα, αυτο-λύπηση, το χρέος και η αγωνία
του να μην αγαπηθείς. Αφού
λοιπόν τα αποβάλλουμε όλα αυτά, όχι με την βία αλλά με την αυτογνωσία και την
συνεχή άσκηση και βίωση της Αρετής, τότε ίσως βρούμε αυτό το περίεργο άνθος που
τόσο πολύ αναζητά διαχρονικά ο άνθρωπος για να οδηγηθεί εν Αρετή στην
Ευδαιμονία.
Κανείς και καμία
εξουσία δεν θα μας υπαγορεύσει κάποια μέθοδο ή κάποιο σύστημα πως να αγαπάμε. Η
αγάπη δίνει τόσα πολλά και δεν ζητά τίποτα, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι δεν
στοιχίζει απολύτως «Τίποτα».
Προσφέρετε λοιπόν
συνάνθρωποι συνεχώς και αφειδώς Αγάπη με έργα, με λόγους και με θετικές σκέψεις,
θέλω δε να τονίσω ότι, αυτές οι ενέργειες επιστρέφουν και επενεργούν
πολλαπλάσια στον δίδοντα και ας μην το αντιλαμβάνεται τις περισσότερες
φορές.
Η άξια ερευνήτρια Αλτάνη έχει ασχοληθεί σε βάθος με επιτυχία και με αυτό
το Ελληνοπρεπές θέμα.